- χολοσκάνω
- Νβλ. χολοσκάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χολοσκάνω — και χολοσκάζω και χολοσκώ χολόσκασα, χολοσκασμένος 1. στενοχωρούμαι, δυσαρεστούμαι: Δε χολοσκάω, γιατί δεν ήρθε. 2. λυπώ, θλίβω, εξοργίζω: Το χολόσκασες το παιδί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χολοσκάζω — και χολοσκάνω και χολοσκώ, άω, Ν 1. κάνω κάποιον να στενοχωρηθεί ή να εξοργισθεί, εξερεθίζω 2. (αμτβ.) βρίσκομαι σε άσχημη ψυχική κατάσταση, στενοχωριέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χολή + σκάζω / σκάνω/ σκω] … Dictionary of Greek
χολοσκάζω — βλ. χολοσκάνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χολοσκώ — και χολοσκάω βλ. χολοσκάνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)